- προεστηκυίας
- προεστηκυί̱ᾱς , προίστημιset beforeperf part act fem acc plπροεστηκυί̱ᾱς , προίστημιset beforeperf part act fem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.